-
1 ἀδο-λέσχης
ἀδο-λέσχης, ὁ (s. ἄδην), bis zum Ekel gesprächig, geschwätzig, ein langweiliger Schwätzer, ἀνήρ Plat. Theaet. 195 b; von einem Sophisten, Polit. 299 b; im guten Sinne, scharfsinnig, καὶ μετεωρολόγοι Crat. 401 b; vgl. Rep. VI, 488 e; denn der große Hause hält die Philosophen für Schwätzer; vgl. Theophr. Char. 5.
-
2 ἀδολέσχης
ἀδο-λέσχης, bis zum Ekel gesprächig, geschwätzig, ein langweiliger Schwätzer; von einem Sophisten; im guten Sinne: scharfsinnig; denn der große Haufen hält die Philosophen für Schwätzer
См. также в других словарях:
μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… … Dictionary of Greek
μετεωρολέσχης — μετεωρολέσχης, ὁ (Α) 1. αυτός που φλυαρεί για ουράνια φαινόμενα ή σώματα («καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῑς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις», Πλάτ.) 2. μετεωρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + λέσχης (< λέσχη «συγκέντρωση,… … Dictionary of Greek
κομψολεσχώ — κομψολεσχῶ, έω (Μ) μιλώ με κομψότητα, κομψολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + λεσχῶ (< λέσχης < λέσχη «συνομιλία, συζήτηση»), πρβλ. αδο λεσχώ] … Dictionary of Greek
λεπτολεσχώ — λεπτολεσχῶ, έω (Μ) λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + λεσχῶ (< λέσχης < λέσχη), πρβλ. αδο λεσχώ, μετεωρο λεσχώ] … Dictionary of Greek