Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀδορυφόρητος

См. также в других словарях:

  • αδορυφόρητος — ἀδορυφόρητος, ον (Α) [δορυφορῶ] αυτός που δεν έχει δορυφόρους, δηλ. σωματοφύλακες, αυτός που δεν έχει συνοδεία σωματοφυλάκων ή που δεν φυλάσσεται από αυτούς …   Dictionary of Greek

  • ἀδορυφόρητος — without body guard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδορυφόρητον — ἀδορυφόρητος without body guard masc/fem acc sg ἀδορυφόρητος without body guard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδορυφόρητα — ἀδορυφόρητος without body guard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδορυφόρητοι — ἀδορυφόρητος without body guard masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYPSELUS — I. CYPSELUS Rex Arcadiae, potentiam Heraclidarum veritus, generum sibi Cresphontem ascivit, filium Aristomachi. Pausan. l. 4. et 8. Quâ affinitate etiam tutus mansit, reliquis omnibus e Pelopouneso Heraclidarum vi pulsis. Ei successit Laias.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αγασικλής — Όνομαιστορικών προσώπων. 1. Α. ή Ηγησικλής, βασιλιάς της Σπάρτης, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Αρχίδαμο το 600 ή 590 π.Χ. και έκανε έναν ατυχή πόλεμο με τους Τεγεάτες. Στη συλλογή λακωνικών αποφθεγμάτων, που αποδίδεται στον Πλούταρχο, υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»