-
1 αδολέσχαις
-
2 ἀδολέσχαις
См. также в других словарях:
ἀδολέσχαις — ἀ̱δολέσχαις , ἀδολέσχης prater masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αδολέσχαις
2 ἀδολέσχαις
ἀδολέσχαις — ἀ̱δολέσχαις , ἀδολέσχης prater masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)