Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀδιάπτωτος

См. также в других словарях:

  • ἀδιάπτωτος — infallible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάπτωτος — η, ο (Α ἀδιάπτωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή») αρχ. αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπίπτω. ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αδιάπτωτος — η, ο επίρρ. α αχαλάρωτος, συνεχής: Το ενδιαφέρον του γι αυτόν ήταν αδιάπτωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαπτώτως — ἀδιάπτωτος infallible adverbial ἀδιάπτωτος infallible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάπτωτον — ἀδιάπτωτος infallible masc/fem acc sg ἀδιάπτωτος infallible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπτώτοις — ἀδιάπτωτος infallible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπτώτου — ἀδιάπτωτος infallible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπτώτους — ἀδιάπτωτος infallible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπτώτων — ἀδιάπτωτος infallible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπτώτῳ — ἀδιάπτωτος infallible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάπτωτα — ἀδιάπτωτος infallible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»