-
1 αδιάλυτος
-
2 ἀδιάλυτος
-
3 αδιαλυτος
-
4 αδιάλυτος
-
5 ἀδιάλυτος
-ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Ex 36,30(39,23) -
6 ἀδιάλυτος
ἀδιά-λῠτος, ον,A undissolved: indissoluble, Pl.Phd. 80b;ἕνωσις Ph.2.635
; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:— indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum);στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2
.II irreconcilable. Adv.-τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4
.III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάλυτος
-
7 ἀδιάλυτος
-
8 αδιάλυτος
erimemiş, erimeyen -
9 αδιάλυτος
insolubleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδιάλυτος
-
10 αδιαλύτως
-
11 ἀδιαλύτως
-
12 αδιάλυτον
-
13 ἀδιάλυτον
-
14 συν-αρμογή
συν-αρμογή, ἡ, Zusammenfügung, ἀδιάλυτος Tim. Locr. 95 b. In der Tonkunst = Harmonie.
-
15 αδιαλύτοις
-
16 ἀδιαλύτοις
-
17 αδιαλύτου
-
18 ἀδιαλύτου
-
19 αδιαλύτους
-
20 ἀδιαλύτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδιάλυτος — undissolved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλυτος — η, ο (Α ἀδιάλυτος, ον) [διαλύω] ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί νεοελλ. 1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος 2. άφθαρτος, ακατάλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλύω. ΠΑΡ. νεοελλ … Dictionary of Greek
αδιάλυτος — η, ο 1.αυτός που δε διαλύεται: Πολλά σώματα μένουν αδιάλυτα στο νερό. 2. αξεδιάλυτος, ανεξιχνίαστος: Μυστήριο αδιάλυτο σκεπάζει την υπόθεση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαλύτως — ἀδιάλυτος undissolved adverbial ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλυτον — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc sg ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτοις — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτου — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτους — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτων — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλύτῳ — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλυτα — ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)