-
1 αδιάλειπτος
-
2 ἀδιάλειπτος
-
3 αδιαλειπτος
-
4 αδιάλειπτος
αδιάλειπτος, -η, -οнепрестанный:η αδιάλειπτη προσευχή — непрестанная молитва, (1 Θες. 5, 17)
αδιαλείπτως προσεύχεσθε (1 Фес. 5, 17) — непрестанно молитесь;
η αδιάλειπτη ακολουθία — непрерывная служба – двадцатичетырехчасовое богослужение осуществляемое в некоторых монастырях, см. εικοσιτετράωρη ακολουθία
Этим.< α- (отриц. приставка) + διαλείπω «прекращать, оставлять»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αδιάλειπτος
-
5 ἀδιάλειπτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀδιάλειπτος
-
6 αδιάλειπτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αδιάλειπτος
-
7 αδιάλειπτος
ος, ον см. αδιάκοπος -
8 ἀδιάλειπτος
непрестанный, непрерывный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδιάλειπτος
-
9 ἀδιάλειπτος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδιάλειπτος
-
10 αδιάλειπτος
[адиалиптос] επ постоянный, бесперерывный. -
11 ἀδιάλειπτος
ἀδιά-λειπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάλειπτος
-
12 ἀδιάλειπτος
ἀ-διά-λειπτος, ununterbrochen, unablässig -
13 αδιαλείπτως
ἀδιάλειπτοςunintermitting: adverbialἀδιάλειπτοςunintermitting: masc /fem acc pl (doric) -
14 ἀδιαλείπτως
ἀδιάλειπτοςunintermitting: adverbialἀδιάλειπτοςunintermitting: masc /fem acc pl (doric) -
15 αδιάλειπτον
ἀδιάλειπτοςunintermitting: masc /fem acc sgἀδιάλειπτοςunintermitting: neut nom /voc /acc sg -
16 ἀδιάλειπτον
ἀδιάλειπτοςunintermitting: masc /fem acc sgἀδιάλειπτοςunintermitting: neut nom /voc /acc sg -
17 αδιαλείπτοις
-
18 ἀδιαλείπτοις
-
19 αδιαλείπτου
-
20 ἀδιαλείπτου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδιάλειπτος — unintermitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλειπτος — η, ο (Α ἀδιάλειπτος, ον) [διαλείπω] αδιάκοπος, ακατάπαυστος, συνεχής … Dictionary of Greek
αδιάλειπτος — η, ο αδιάκοπος, συνεχής: Τα επιτεύγματά του είναι αποτέλεσμα αδιάλειπτης προσπάθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαλείπτως — ἀδιάλειπτος unintermitting adverbial ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλειπτον — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem acc sg ἀδιάλειπτος unintermitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτοις — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτου — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτους — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτων — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτῳ — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλειπτα — ἀδιάλειπτος unintermitting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)