Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀδικητής

См. также в других словарях:

  • ἀδικητής — wronger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικητής — ο (Α ἀδικητής) [ἀδικῶ] αυτός που διαπράττει αδικία, που αδικεί, ο άδικος …   Dictionary of Greek

  • αδικητής — ο αυτός που κάνει την αδικία: Έρχεται κάποια ώρα και πληρώνει ο αδικητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδικηταί — ἀδικητής wronger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικητήν — ἀδικητής wronger masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία …   Dictionary of Greek

  • μικραδικητής — μικραδικητής, ὁ (Α) αυτός που διαπράττει μικρά, ασήμαντα αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ἀδικητής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»