-
1 αδιερευνητος
-
2 αδιερεύνητος
ος, ον1) неисследованный, неизученный; 2) не могущий быть исследованным, изученным -
3 αδιερεύνητος
[адиэрэвнитос] επ неисследованный.
См. также в других словарях:
ἀδιερεύνητος — inscrutable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιερεύνητος — η, ο (Α ἀδιερεύνητος, ον) [διερευνῶ] αυτός που δεν διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί, να εξεταστεί, αδιευκρίνητος, ανεξερεύνητος, άγνωστος αρχ. (για πρόσωπα) ανεξέταστος … Dictionary of Greek
αδιερεύνητος — η, ο αυτός που δε διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί: Για την επιστήμη το θέμα αυτό είναι ακόμη αδιερεύνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιερεύνητον — ἀδιερεύνητος inscrutable masc/fem acc sg ἀδιερεύνητος inscrutable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιερευνήτοις — ἀδιερεύνητος inscrutable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιερεύνητα — ἀδιερεύνητος inscrutable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιεξέταστος — ἀδιεξέταστος, ον (Α) [διεξετάζω] 1. αυτός που δεν επιδέχεται εξέταση ή διερεύνηση 2. που δεν εξετάστηκε, ο αδιερεύνητος … Dictionary of Greek