-
1 αδιαφθορια
ἡ неиспорченность NT. -
2 ἀδιαφθορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀδιαφθορία
-
3 αδιαφθορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αδιαφθορία
-
4 ἀδιαφθορία
чистота, букв. неиспорченность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδιαφθορία
-
5 90
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 90
См. также в других словарях:
αδιαφθορία — η (Μ ἀδιαφθορία) [ἀδιάφθορος] έλλειψη διαφθοράς, ηθική ακεραιότητα, αγνότητα … Dictionary of Greek
ἀδιαφθορίαν — ἀδιαφθορίᾱν , ἀδιαφθορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάφθορος — η, ο (Α ἀδιάφθορος, ον) 1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνός («αδιάφθορος χαρακτήρας») 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί 3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε… … Dictionary of Greek
αδιαφθαρσία — η [αδιάφθαρτος] η αδιαφθορία* … Dictionary of Greek
ԱՆԵՂԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0139 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ἁφθαρσία, ἁδιαφθορία status incorruptus Անեղծն գոլ. անեղծ վիճակ. անապականութիւն. մշտնջենաւորութիւն. անմահութիւն. անփոփոխութիւն. եւ անարատութիւն. անկեղծութիւն. ... *Աստուած հաստատեաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)