Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδιατύπωτος

См. также в других словарях:

  • ἀδιατύπωτος — unshapen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιατύπωτος — η, ο (Α ἀδιατύπωτος, ον) [διατυπῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διατυπώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί γραπτά ή προφορικά αρχ. ασχημάτιστος, άμορφος («ἀδιατύπωτος ψυχή») …   Dictionary of Greek

  • αδιατύπωτος — η, ο αυτός που δε διατυπώθηκε ή δεν μπορεί να διατυπωθεί, να εκφραστεί: Οι απόψεις του αυτές είναι προτιμότερο να μείνουν αδιατύπωτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιατύπωτον — ἀδιατύπωτος unshapen masc/fem acc sg ἀδιατύπωτος unshapen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατυπώτου — ἀδιατύπωτος unshapen masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατύπωτα — ἀδιατύπωτος unshapen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՏՊԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0247 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. ἁτύπωτος, ἁδιατύπωτος figurae expers, figura carens, informis Անտիպ. անկերպարան. անբաժ ʼի ձեւոյ եւ ʼի տպաւորութենէ. *Ի պարզսն կոյս եւ յանտպաւորսն ելցուք իմանալի տեղեկութիւնս եւ նմանութիւնս:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»