-
1 αδιάλλακτος
-
2 ἀδιάλλακτος
-
3 ἀδιάλλακτος
ἀδιάλλακτος, ον,A irreconcilable, τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀ. ὑπάρχει my relation to you admits no reconciliation, D.Ep.2.21, cf.24.8, D.Chr.38.17, etc. Adv.-τως, ἔχειν πρός τινα D.H.6.56
, cf. Plu.Brut.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάλλακτος
-
4 αδιάλλακτος
rigidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδιάλλακτος
-
5 αδιαλλάκτω
ἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic) -
6 ἀδιαλλάκτω
ἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic) -
7 αδιαλλάκτως
ἀδιάλλακτοςirreconcilable: adverbialἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc pl (doric) -
8 ἀδιαλλάκτως
ἀδιάλλακτοςirreconcilable: adverbialἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc pl (doric) -
9 αδιάλλακτον
ἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc sgἀδιάλλακτοςirreconcilable: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀδιάλλακτον
ἀδιάλλακτοςirreconcilable: masc /fem acc sgἀδιάλλακτοςirreconcilable: neut nom /voc /acc sg -
11 αδιαλλάκτοις
-
12 ἀδιαλλάκτοις
-
13 αδιαλλάκτου
-
14 ἀδιαλλάκτου
-
15 αδιαλλάκτους
-
16 ἀδιαλλάκτους
-
17 αδιαλλάκτων
-
18 ἀδιαλλάκτων
-
19 αδιάλλακτα
-
20 ἀδιάλλακτα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αδιάλλακτος — αδιάλλακτος, η, ο και αδιάλλαχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμβιβάζεται, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος: Υποστηρίζει απόψεις αδιάλλακτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιάλλακτος — irreconcilable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek
ἀδιαλλάκτω — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτως — ἀδιάλλακτος irreconcilable adverbial ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλλακτον — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc sg ἀδιάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτοις — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτου — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτους — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλλάκτων — ἀδιάλλακτος irreconcilable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλλακτα — ἀδιάλλακτος irreconcilable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)