Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀδηφάγω

См. также в других словарях:

  • αδηφαγώ — ἀδηφαγῶ ( έω) (Α) [ἀδηφάγος] είμαι λαίμαργος, τρώγω λαίμαργα …   Dictionary of Greek

  • ἀδηφάγω — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδηφάγῳ — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»