-
1 αδηφάγοι
-
2 ἀδηφάγοι
-
3 ἀδη-φαγέω
-
4 ἀδη-φάγος
ἀδη-φάγος (die Schreibart ἀδδηφ. findet sich in vielen mss. u. editt., ist aber nach Buttm. Lexil. II, p. 133 verwerflich), viel (zur Genüge) essend, gefräßig, νόσος Soph. Phil. 313; ἀνήρ Theocr. 22, 115, ein Ringer, der viel ißt, um stark zu werden; ἵπποι, nach Harpocr. u. Phot., die Stellen aus comic. citiren; τέλειοι καὶ ἀγωνισταί, wohlgenährt, od. wie τριήρεις, die viel kosten; von den Staatsschiffen, Σαλαμινία u. Πάραλος, s. Moeris; λύχνοι Alc. com. bei Harpocr.; vgl. Ael. V. H. 1, 27, wo mehrere ἀδηφάγοι angeführt werden.
См. также в других словарях:
ἀδηφάγοι — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρυς — υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α (κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. τού αρσ.) τέρυας «ἵππους οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῑς» β) τέρυ «ἀσθενές, λεπτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην] … Dictionary of Greek
κροκόδειλοι — Κοινή ονομασία των αντιπροσώπων της τάξης κροκοδείλια. Έχουν όλοι το ίδιο σχήμα σώματος, το οποίο αποτελείται από ένα κεφάλι που βρίσκεται σε οριζόντια θέση μπροστά από το σώμα, τέσσερα κοντά άκρα που εκτείνονται πλευρικά και μία ογκώδη και μυώδη … Dictionary of Greek