Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀδημονία

См. также в других словарях:

  • ἀδημονία — ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc/acc dual ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημονίᾳ — ἀδημονίαι , ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδημονία — η (Α ἀδημονία) [ἀδημονῶ] 1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία 2. θλίψη, στενοχώρια …   Dictionary of Greek

  • αδημονία — η στενοχώρια, αγωνία: Είχε μεγάλη αδημονία να τον συναντήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδημονίας — ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem acc pl ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημονίαι — ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημονίαν — ἀδημονίᾱν , ἀδημονία trouble fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημονιῶν — ἀδημονία trouble fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημονίαις — ἀδημονία trouble fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημονίη — ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημονίῃ — ἀδημονία trouble fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»