-
1 αδημονια
ἡ беспокойство, волнение, тревога Plut., Anth. -
2 αδημονία
η нетерпение; беспокойство, тревога;με αδημονία — с нетерпением, нетерпеливо
-
3 αδημονία
[адиномия] ουσ θ нетерпение. -
4 αδημοσυνη
См. также в других словарях:
ἀδημονία — ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc/acc dual ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίᾳ — ἀδημονίαι , ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημονία — η (Α ἀδημονία) [ἀδημονῶ] 1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία 2. θλίψη, στενοχώρια … Dictionary of Greek
αδημονία — η στενοχώρια, αγωνία: Είχε μεγάλη αδημονία να τον συναντήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδημονίας — ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem acc pl ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίαι — ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίαν — ἀδημονίᾱν , ἀδημονία trouble fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονιῶν — ἀδημονία trouble fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίαις — ἀδημονία trouble fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίη — ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίῃ — ἀδημονία trouble fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)