-
1 ἀδελφειός
ἀδελφειός, = ἀδελφεός, ἀδελφός, Hom. viermal, stets gen., Iliad. 5, 21 περιβῆναι ἀδελφειοῠ κταμένοιο, 6, 61 ἃς εἰπὼν ἔτρεψεν (v. l. παρέπεισεν, Scholl.) ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως, 7, 120. 13, 788 ἃς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῠ φρένας ἥρως, – Ep. (VII, 613).
См. также в других словарях:
ἀδελφειός — ἀδελφός son of the same mother masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)