-
1 ὀδάξω
Aὤδαξον X.Smp.4.28
:—more freq. in [voice] Med. ὀδάξομαι, Hp.Gland. 12,Mul.2.171 ( ἀδάξεται codd.), Dsc.Alex.2, Aret.SD2.5 :—[voice] Pass., [tense] pf. part.,μοιχὸς.. καρδίαν ὠδαγμένος S.Fr. 1127
: [tense] plpf.ὠδάγμην Hsch.
: —also [full] ὀδαξάω, Thphr.Sign.30 :—[voice] Med. ὀδαξάομαι, Hp.Mul.1.90, D.S.3.29, Ph.2.332, Dsc.2.124, Ael.NA7.35 ( ὀδαξέομαι v.l. in Ph. and Dsc. Il.cc.):—[voice] Act., feel pain or irritation,τὸν δεξιὸν [πόδα] Thphr.
l.c. ; τὸν ὦμον X.l.c.:—[voice] Med., scratch oneself, D.S.l.c., cj. in Thphr. Char.19.4 ([etym.] ἀδαξ-).II ὀδάξει· τοῖς ὀδοῦσι δάκνει, Hsch.; cause irritation, AB340, Suid., Phot. (where ἀδαξῆσαι); irritants,Hp.
Mul.1.18 codd. opt.: [tense] fut. ὀδαξήσεται ib.2.154 : [tense] pres. ὀδάξεται is an irritant, ib. 160 ;ὀδάξονται μυκτῆρας Id.Gland.13
: c. acc., ὠδάξατο σάρκα nibbled at it, AP9.86 (Antiphil.).
См. также в других словарях:
βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… … Dictionary of Greek
ιπποτραγίνες — (hippotraginae). Βοοειδή της οικογένειας των κοιλοκέρων, που περιλαμβάνει ευκίνητα και δυνατά αρτιοδάχτυλα θηλαστικά, με πολύ ανεπτυγμένα κέρατα και σώμα καλυμμένο με πυκνό τρίχωμα. Το μήκος της ουράς ποικίλλει ανάλογα με το γένος. Οι ι. είναι… … Dictionary of Greek