-
1 ἀδαμαντο-πέδῑλος
ἀδαμαντο-πέδῑλος, mit stählerner, starker Grundlage, κίων Pind. frg. 58, bei Plut. fac. orb. lun. 6.
-
2 ἀδαμαντοπέδῑλος
ἀδαμαντο-πέδῑλος, mit stählerner, starker Grundlage
См. также в других словарях:
χρυσοπέδιλος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσά πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέδιλος (< πέδιλον «σανδάλι»), πρβλ. ἀδαμαντο πέδιλος] … Dictionary of Greek