Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀδακρυτί

См. также в других словарях:

  • αδακρυτί — ἀδακρυτὶ επίρρ. (Α) [ἀδάκρυτος] αδάκρυτα, χωρίς δάκρυα, χωρίς στενοχώρια …   Dictionary of Greek

  • ἀδακρυτί — ἀδακρῡτί , ἀδακρυτί tearlessly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»