-
1 αδέκαστος
-
2 ἀδέκαστος
-
3 ἀδέκαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδέκαστος
-
4 αδεκαστότερον
ἀδέκαστοςunbribed: adverbial compἀδέκαστοςunbribed: masc acc comp sgἀδέκαστοςunbribed: neut nom /voc /acc comp sg -
5 ἀδεκαστότερον
ἀδέκαστοςunbribed: adverbial compἀδέκαστοςunbribed: masc acc comp sgἀδέκαστοςunbribed: neut nom /voc /acc comp sg -
6 αδεκάστως
-
7 ἀδεκάστως
-
8 αδέκαστον
-
9 ἀδέκαστον
-
10 καδέκαστον
ἀδέκαστον, ἀδέκαστοςunbribed: masc /fem acc sgἀδέκαστον, ἀδέκαστοςunbribed: neut nom /voc /acc sg -
11 κἀδέκαστον
ἀδέκαστον, ἀδέκαστοςunbribed: masc /fem acc sgἀδέκαστον, ἀδέκαστοςunbribed: neut nom /voc /acc sg -
12 αδεκάστοις
-
13 ἀδεκάστοις
-
14 αδεκάστου
-
15 ἀδεκάστου
-
16 αδεκάστους
-
17 ἀδεκάστους
-
18 αδεκάστω
-
19 ἀδεκάστῳ
-
20 αδεκάστωι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδέκαστος — unbribed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… … Dictionary of Greek
αδέκαστος — η, ο 1. αδωροδόκητος, αδιάφθορος: Οι δημόσιοι άντρες πρέπει να είναι αδέκαστοι. 2. αμερόληπτος: Η Ιστορία είναι ο αδέκαστος κριτής των ανθρώπινων πράξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδεκαστότερον — ἀδέκαστος unbribed adverbial comp ἀδέκαστος unbribed masc acc comp sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστως — ἀδέκαστος unbribed adverbial ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκαστον — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστοις — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστου — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστους — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστων — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστῳ — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)