-
1 αγανορειος
-
2 αγανόρειος
-
3 ἀγανόρειος
-
4 ἀγανόρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγανόρειος
-
5 ἀγηνόρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγηνόρειος
См. также в других словарях:
ἀγανόρειος — ἀγᾱνόρειος , ἀγήνωρ manly masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)