-
1 ἀγόρασμα
ἀγόρασμα, τό, nur im plur. (dah. Arist. Oec. II, 34 ἐπ' ἀγοράσματα wohl richtig ist), VLL. ὤνια. od. αὐτὰ τὰ ἠγορασμένα, Waaren, Alex. Ath. VI, 242 d; Aeschin. 3, 223; Dem. 34, 9; Sp., wie Plut. Cat. min. 36.
-
2 αγορασμα
-
3 αγόρασμα
τό1) покупка; 2) подкуп -
4 ἀγόρασμα
ἀγόρ-ασμα, τό,A thatwhichisbought or sold: mostly in pl., wares, merchandise, Aeschin. 3.223, D.34.9, etc., cf. Alex.168.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγόρασμα
-
5 αγοράσματ'
ἀγοράσματα, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc plἀγοράσματι, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut dat sgἀγοράσματε, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc dual -
6 ἀγοράσματ'
ἀγοράσματα, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc plἀγοράσματι, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut dat sgἀγοράσματε, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc dual -
7 αγορασμάτων
-
8 ἀγορασμάτων
-
9 αγοράσματα
-
10 ἀγοράσματα
-
11 ταγοράσματα
-
12 τἀγοράσματα
См. также в других словарях:
αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα … Dictionary of Greek
αγόρασμα — το, ατος καθετί που αγοράζεται, ψώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορασμάτων — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσματα — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσματ' — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl ἀγοράσματι , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut dat sg ἀγοράσματε , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορασμός — ο (Α ἀγορασμὸς) [ἀγοράζω] το αγόρασμα* … Dictionary of Greek
τἀγοράσματα — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)