Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγένητος

См. также в других словарях:

  • αγένητος — ἀγένητος, ον (Α) [γενητός] 1. αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει αρχίσει να υπάρχει, που δεν έχει αρχή, αιώνιος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει συμβεί 3. αβάσιμος, αστήρικτος 4. ασυντέλεστος, ημιτελής 5. ο αγίνωτος* …   Dictionary of Greek

  • ἀγένητος — uncreated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενήτω — ἀγένητος uncreated masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀγένητος uncreated masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενήτως — ἀγένητος uncreated adverbial ἀγένητος uncreated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγένητον — ἀγένητος uncreated masc/fem acc sg ἀγένητος uncreated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενήτοις — ἀγένητος uncreated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενήτου — ἀγένητος uncreated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενήτους — ἀγένητος uncreated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενήτων — ἀγένητος uncreated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενήτῳ — ἀγένητος uncreated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγένητα — ἀγένητος uncreated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»