Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγάσυρτος

См. также в других словарях:

  • αγάσυρτος — ἀγάσυρτος, ο (Α) παρωνύμιο που έδωσε ο Αλκαίος στον Πιττακό. Η λέξη κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο σημαίνει «ἐπισεσυρμένος καὶ ρυπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγα * + συρτὸς < σύρω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγάσυρτος — swept and garnished masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάσυρτον — ἀγάσυρτος swept and garnished masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»