-
1 αγάσυρτος
-
2 ἀγάσυρτος
-
3 αγασυρτος
-
4 ἀγάσυρτος
ἀγάσυρτος, ὁ, 'Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγάσυρτος
-
5 αγάσυρτον
-
6 ἀγάσυρτον
См. также в других словарях:
αγάσυρτος — ἀγάσυρτος, ο (Α) παρωνύμιο που έδωσε ο Αλκαίος στον Πιττακό. Η λέξη κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο σημαίνει «ἐπισεσυρμένος καὶ ρυπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγα * + συρτὸς < σύρω] … Dictionary of Greek
ἀγάσυρτος — swept and garnished masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάσυρτον — ἀγάσυρτος swept and garnished masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)