-
1 αγάστωρ
-
2 ἀγάστωρ
-
3 ἀγάστωρ
A from the same womb: pl., twins, Hsch.: generally, near kinsman, Lyc.264.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγάστωρ
-
4 αγάστορες
ἀγάστωρfrom the same womb: masc nom /voc pl——————ἀγάστορες, ἀγάστωρfrom the same womb: masc nom /voc pl -
5 αγαστόρων
-
6 ἀγαστόρων
-
7 ἀδελφός
I as Subst., ἀδελφός, ὁ, voc. ἄδελφε; [dialect] Ep., [dialect] Ion., and Lyr. ἀδελφεός (gen. - ειοῦ in Hom. is for - εόο), Cret. ἀδελφιός, ἀδευφιός, Leg.Gort.2.21, Mon.Ant.18.319:— brother, Hom., etc.; ἀδελφοί brother and sister, E.El. 536; so of the Ptolemies,θεοὶ ἀδελφοί Herod.1.30
, OGI50.2 (iii B. C.), etc.;ἀπ' ἀμφοτέρων ἀδελφεός Hdt.7.97
: prov.,χαλεποὶ πόλεμοι ἀδελφῶν E.Fr. 975
: metaph.,ἀ. γέγονα σειρήνων LXX Jb.30.29
.3 colleague, associate, PTeb.1.12, IG12 (9).906.19 ([place name] Chalcis); member of a college, ib.14.956.4 term of address, used by kings, OGI138.3 ([place name] Philae), J.AJ13.2.2, etc.; generally, LXX Ju.7.30; esp. in letters, PPar.48 (ii B. C.), etc.:—as a term of affection, applicable by wife to husband, LXX To.10.12, PLond.1.42.1 (ii B. C.), etc.5 brother (as a fellow Christian), Ev.Matt.12.50, Act.Ap.9.30, al.; of other religious communities, e.g. Serapeum, PPar.42.1 (ii B. C.), cf. PTaur.1.1.20.II Adj., ἀδελφός, ή, όν, brotherly or sisterly, A.Th. 811, etc.; φύσιν ἀ. ἔχοντες, of Hephaistos and Athena, Pl.Criti. 109c.2 generally, of anything double, twin, in pairs, X.Mem. 2.3.19:—also, akin, cognate,μαθήματα Archyt.1
;ἀ. νόμοις Pl.Lg. 683a
: mostly c. gen.,ἀδελφὰ τῶνδε S.Ant. 192
;ἡ δὲ μωρία μάλιστ' ἀ. τῆς πονηρίας ἔφυ Id.Fr. 925
; freq. in Pl., Phd. 108b, Cra. 418e, al., cf. Hyp.Epit.35: c. dat.,ἀδελφὰ τούτοισι S.OC 1262
, cf. Pl.Smp. 210b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδελφός
См. также в других словарях:
αγάστωρ — ἀγάστωρ ( ορος), ο, η (Α) κοντινός, στενός συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀ αθροιστ. + γαστήρ] … Dictionary of Greek
ἀγάστωρ — from the same womb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαστόρων — ἀγάστωρ from the same womb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστορες — ἀγάστωρ from the same womb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
ἁγάστορες — ἀγάστορες , ἀγάστωρ from the same womb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)