Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγάστωρ

См. также в других словарях:

  • αγάστωρ — ἀγάστωρ ( ορος), ο, η (Α) κοντινός, στενός συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀ αθροιστ. + γαστήρ] …   Dictionary of Greek

  • ἀγάστωρ — from the same womb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστόρων — ἀγάστωρ from the same womb masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάστορες — ἀγάστωρ from the same womb masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ἁγάστορες — ἀγάστορες , ἀγάστωρ from the same womb masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»