-
1 ἀγώγιον
ἀγώγιον, τό, bei Xen. Cyr. 6, 1, 54 v. l. für ἀγώγιμον, das Gewicht der fortzuschaffenden Last, ἐλάμβανε τοῦ ἀγωγίου πεῖραν.
-
2 ἀγώγιον
ἀγώγιον, das Gewicht der fortzuschaffenden Last, Frachtware -
3 προς-αγώγιον
προς-αγώγιον, τό, ein Werkzeug der Zimmerleute, krummes Holz grade zu machen, Klammer, Schraube, Plat. Phil. 56 c; vgl. VLL. ( προαγώγιον f. L.)
-
4 προ-αγώγιον
προ-αγώγιον, τό, zw. L. statt προςαγώγιον.
-
5 παρ-αγώγιον
παρ-αγώγιον, τό, Durchgangszoll, den vorbei- od. durchfahrende Schiffe entrichten, Pol. 4, 47, 3, vgl. Poll. 9, 30.
-
6 συν-αγώγιον
συν-αγώγιον, τό, Picknick, Men. bei Ath. VIII, 365 c.
-
7 ψῡχ-αγώγιον
ψῡχ-αγώγιον, τό, 1) ein Ort, wo man die abgeschiedenen Seelen heraufbeschwört u. befragt. – 2) ein Ort, der an sich zieht, anlockt, Sp. – 3) ein Luftloch in den Schachten der Bergwerke, durch das man frische Luft einläßt, Theophr.
-
8 κατ-αγώγιον
κατ-αγώγιον, τό, auch καταγωγεῖον, nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = κατάλυσις, von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν καταγώγιον; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.
-
9 δι-αγώγιον
δι-αγώγιον, τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.
-
10 ὀχλ-αγώγιον
ὀχλ-αγώγιον, τό, Zusammenrottung, Volksauflauf, Sp., bes. in Pandect.
-
11 ἐπ-αγώγιον
ἐπ-αγώγιον, τό, die Vorhaut, Diosc.
-
12 ἐξ-αγώγιον
ἐξ-αγώγιον, τό, Ausfuhr des Getreides, Ios.
-
13 ὑπ-αγώγιον
ὑπ-αγώγιον, τό, dim. von ὑπαγωγεύς 2, Ptolem.
-
14 ὑδρ-αγώγιον
ὑδρ-αγώγιον, τό, = ὑδραγωγεῖον.
-
15 ἀγώγιμος
ἀγώγιμος, ον, 1) leicht zu führen, lenksam, πρὸς τὰς ἡδονάς, zu Vergnügungen geneigt, Plut. Alcib. 6. Dah. τὸ ἀγ., die Möglichkeit des Wegschaffens, Xen. Cyr. 6, 1, 54, wo andere ἀγώγιον lesen. – 2) was weggeführt werden kann, z. B. ein Mensch, der von jedem vor Gericht gezogen werden kann, Dem. 23, 11. 53, 1; Xen. Hell. 7, 3, 11, τοὺς φυγάδας ἀγ. εἶναι ἐκ πασῶν τῶν συμμαχίδων, sie sollten aus allen Eidgenossen-Staaten weggeschleppt werden dürfen, also fast vogelfrei; vgl. Plut. Sol. 13, ἀγώγιμοι τοῖς δανείζουσιν ἦσαν, konnten von ihnen als Gefangene weggeschleppt werden. – 3) was fortgeschafft wird: τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος, eine Last für drei Wagen, Eur. Cycl. 383; τὰ ἀγώγιμα φορτία, Frachtwaaren, Xen. An. 5, 1, 16; ἐν τῷ πλοίῳ ἄγειν Dem. 35, 20; Sp.
-
16 διαγώγιον
δι-αγώγιον, τό, Durchgangszoll -
17 ἐξαγώγιον
ἐξ-αγώγιον, τό, Ausfuhr des Getreides -
18 ἐπαγώγιον
ἐπ-αγώγιον, τό, die Vorhaut -
19 καταγώγιον
κατ-αγώγιον, τό, der Ort zum Einkehren, Herberge; καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus -
20 ὀχλαγώγιον
ὀχλ-αγώγιον, τό, Zusammenrottung, Volksauflauf
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγώγιον — ἀγώγιον, το (Α) [ἀγωγός] βλ. αγώγι … Dictionary of Greek
ἀγώγιον — load of a wagon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγίου — ἀγώγιον load of a wagon neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγίων — ἀγώγιον load of a wagon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγώγιο — το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι) νεοελλ. κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος μσν. καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον») μσν. αρχ. κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων… … Dictionary of Greek
νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] … Dictionary of Greek
παραγώγιον — τὸ, ΜΑ μσν. πηγή ή πηγάδι αρχ. λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγώγιον] … Dictionary of Greek
αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… … Dictionary of Greek
αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι … Dictionary of Greek