Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγύναιος

См. также в других словарях:

  • αγύναιος — ἀγύναιος, ο (Α) ο αγύναικος* …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄՈՒՐԻ — (րւոյ, րեաց.) NBH 1 0073 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա.գ. ὀ και ἠ ἅγαμος caelebs et innupta Անկին (այր), եւ Անայր (կին). չեւ ամուսնացեալ, կամ այրի մնացեալ. ազապ. ... *Ամուրեացն եւ այրեացն ասեմ. ՟Ա. Կոր. ՟Է. 8: Իսկ Յոբ. ՟Ի՟Դ. 21.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»