Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγύναικος

См. также в других словарях:

  • αγύναικος — ο (Α ἀγύναικος) 1. αυτός που δεν έχει γυναίκα, σύζυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυναίκα] …   Dictionary of Greek

  • αγύναικος — ο αυτός που δεν έχει γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγυνος — ἄγυνος, ο (Α) ο αγύναικος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυνή] …   Dictionary of Greek

  • αγυναίκιστος — ο [γυναικίζω] ο αγύναικος* …   Dictionary of Greek

  • αγύναιξ — ἀγύναιξ ( αικος), ο (Α) ο αγύναικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυνή] …   Dictionary of Greek

  • αγύναιος — ἀγύναιος, ο (Α) ο αγύναικος* …   Dictionary of Greek

  • αγύνης — ἀγύνης, ο (Α) [γυνή] ο αγύναικος* …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»