-
1 ἀγωνο-θέτης
ἀγωνο-θέτης, ὁ, Kampfordner, -richter, Her. 6, 127 (nach Phot. in den scenischen Spielen); übh. Richter, Xen. An. 3, 1, 21; πολιτικῆς ἀρετῆς Aesch. 3, 180; Sp.
-
2 ἀγωνοθέτης
ἀγωνο-θέτης, ἀγωνο-θετήρ, Kampfordner, -richter. Übh. Richter -
3 ἀγωνοθετήρ
ἀγωνο-θέτης, ἀγωνο-θετήρ, Kampfordner, -richter. Übh. Richter -
4 ἀγωνοθέτης
A judge of the contests, president of the games, or (later) exhibitor of games, Hdt.6.127, And.4.26, Decr. ap.D.18.84, IG2.314 (iii B. C.), etc.2 generally, judge, X.An. 3.1.21;πολιτικῆς ἀρετῆς Aeschin.3.180
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνοθέτης
-
5 αγωνοθετης
- ου ὅ2) судья, вершитель, арбитр Xen., Aeschin.
См. также в других словарях:
ζωοθετώ — ζωοθετῶ, έω (Α) ζωοποιώ*. εμβάλλω σε κάποιον ζωή, κάνω κάποιον ζωντανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θετώ (< θέτης < τί θη μι), πρβλ. αγωνο θέτης > αγωνο θετώ] … Dictionary of Greek
θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] … Dictionary of Greek
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
θυγατροθετώ — θυγατροθετῶ, έω (Μ) παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] … Dictionary of Greek
ιστιοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ στην ιστιοθήκη τού πλοίου τα ιστία τα οποία δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν άμεσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + θετῶ (< θέτης < θέτω), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] … Dictionary of Greek
πυροθετώ — έω, Α θερμαίνω κάτι βάζοντας φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + θετῶ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ] … Dictionary of Greek