Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀγωνιστήριος

См. также в других словарях:

  • αγωνιστήριος — α, ο αγωνιστικός· το ουδ. ως ουσ., το αγωνιστήριο ο τόπος όπου γίνονται οι αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωνιστηρίους — ἀγωνιστήριος place of assembly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστήριον — place of assembly neut nom/voc/acc sg ἀγωνιστήριος place of assembly masc acc sg ἀγωνιστήριος place of assembly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστηρίαν — ἀγωνιστηρίᾱν , ἀγωνιστήριος place of assembly fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστηρίῳ — ἀγωνιστήριον place of assembly neut dat sg ἀγωνιστήριος place of assembly masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστήρια — ἀγωνιστήριον place of assembly neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστήριος place of assembly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»