-
1 αγωγος
I21) ведущий, приводящий2) вызывающийἀ. νεκρῶν Eur. — вызывающий души усопших;
δακρύων ἀ. — вызывающий слезы3) влекущий (к себе), привлекательный(προσώπου χάρις Plut.)
δύναμις ἀνθρώπων ἀ. Plut., — влекущая к себе людей сила, обаяниеIIὅ провожатый, проводник Her., Thuc. -
2 αγωγός
ο1) труба; трубопровод;αγωγός ύδατος — водопровод;
αγωγός πετρελαίου — нефтепровод;
2) эл. провод;3) физ. проводник;καλός (κακός) αγωγός της θερμότητας — хорошая (плохая) теплопроводность;
4) мед. проток -
3 αγωγός
[агогос] ουσ. а. водитель, провод,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγωγός
-
4 αγωγός
[агогос] ουσ α водитель, провод. -
5 πετρελαι(ο)αγωγός
ο нефтепровод -
6 πετρελαι(ο)αγωγός
ο нефтепровод -
7 αναγωγος
-
8 δημαγωγος
ὅ1) народный вождь, государственный деятель, правитель(δημαγωγοὴ ἀγαθοί Lys.; Περικλῆς ὅ δ. Isocr.)
2) своекорыстный искатель народной популярности, демагог(Κλέων ὅ ἀνέρ δ. Thuc.; οἱ πλεῖστοι τῶν τυράννων ἐκ δημαγωγῶν γεγόνασιν Arst.; ὀχλοκόπος καὴ δ. Polyb.)
-
9 δυσαγωγος
-
10 επαγωγος
31) приводящий или несущий с собой, влекущий за собойἐ. ὕπνου Plat. — наводящий сон, снотворный;
ἐ. πρὸς τὸ πείθεσθαι Xen. — заставляющий повиноваться;ἐ. οἴκτου Plut. — возбуждающий сострадание2) влекущий, соблазнительный, заманчивый(τὰ ἐπαγωγὰ λέγειν Her. или διαλέγεσθαι Plut.)
μορφῆς ἐπαγωγὸν εἶδος Plut. — очаровательная наружность;τὰ ἐπαγωγὸν γοήτευμα Plat. — надувательский прием; -
11 ευαγωγος
-
12 ιεραγωγος
-
13 ιππαγωγος
-
14 κυναγωγος
-
15 κυφαγωγος
-
16 λαρκαγωγος
-
17 μυσταγωγος
-
18 νυμφαγωγος
ὅ и ἥ1) провожающий невесту Eur., преимущ. в дом жениха Luc.2) устроитель брака, сват Plut. -
19 οπλιταγωγος
2перевозящий тяжеловооруженные войска, везущий гоплитов(ναῦς, πλοῖα Thuc.)
-
20 παιδαγωγος
ὅ1) раб, провожавший ребенка в школу и обратно, приставленный к ребенку слуга Her., Plat., Eur.2) воспитатель, наставник Plat., NT., Plut.3) руководитель, вождь(δημοκρατίας Plut.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγωγός — leading masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αγωγός — ο 1. σωλήνας ή σύρμα με το οποίο μεταφέρεται ή διοχετεύεται κάτι: Πολύ κοντά στο σπίτι μου περνάει ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός. 2. σώμα που έχει ή δεν έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τον ηλεκτρισμό ή τη θερμότητα: Το ξύλο είναι κακός αγωγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγό σύστημα ή αγωγός ιστός — Το κυκλοφορικό σύστημα των φυτών. Ο α.ι. αποτελείται από το ξύλωμα (αγγειώδης μοίρα) και το φλοίωμα (ηθμώδης μοίρα). Διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τα φύλλα και χρησιμεύει στη μεταφορά του νερού και διαλυμάτων αλάτων από τις… … Dictionary of Greek
συλλέκτης — Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά… … Dictionary of Greek
ἀγωγότερον — ἀγωγός leading adverbial comp ἀγωγός leading masc acc comp sg ἀγωγός leading neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… … Dictionary of Greek
ἀγωγόν — ἀγωγός leading masc/fem acc sg ἀγωγός leading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδές — Αγωγός περιτυλιγμένος σπειροειδώς, σ’ έναν υψηλό αριθμό διαδοχικών σπειρών. Καθεμιά από τις σπείρες αυτές, όταν διαρρέεται από ρεύμα, ισοδυναμεί μ’ ένα μαγνητικό έλασμα (*μαγνητισμός). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σ. συνίσταται στο ότι κατά μήκος… … Dictionary of Greek
ἀγωγοτάτοις — ἀγωγός leading masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγοῖς — ἀγωγός leading masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)