Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀγωγά

  • 1 αγωγά

    ἀγωγά̱, ἀγωγή
    carrying away: fem nom /voc /acc dual
    ἀγωγά̱, ἀγωγή
    carrying away: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἀγωγός
    leading: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > αγωγά

  • 2 ἀγωγά

    ἀγωγά̱, ἀγωγή
    carrying away: fem nom /voc /acc dual
    ἀγωγά̱, ἀγωγή
    carrying away: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἀγωγός
    leading: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > ἀγωγά

  • 3 'γωγ'

    ἀγωγά̱, ἀγωγή
    carrying away: fem nom /voc /acc dual
    ἀγωγά̱, ἀγωγή
    carrying away: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἀγωγαί, ἀγωγή
    carrying away: fem nom /voc pl
    ἀγωγά, ἀγωγός
    leading: neut nom /voc /acc pl
    ἀγωγέ, ἀγωγός
    leading: masc /fem voc sg
    ἔγωγε, ἐγώ
    I at least: masc /fem nom /voc 1st sg

    Morphologia Graeca > 'γωγ'

  • 4 αγωγάς

    ἀγωγά̱ς, ἀγωγή
    carrying away: fem acc pl

    Morphologia Graeca > αγωγάς

  • 5 ἀγωγάς

    ἀγωγά̱ς, ἀγωγή
    carrying away: fem acc pl

    Morphologia Graeca > ἀγωγάς

См. также в других словарях:

  • ἀγωγά — ἀγωγά̱ , ἀγωγή carrying away fem nom/voc/acc dual ἀγωγά̱ , ἀγωγή carrying away fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγωγός leading neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'γωγ' — ἀγωγά̱ , ἀγωγή carrying away fem nom/voc/acc dual ἀγωγά̱ , ἀγωγή carrying away fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγωγαί , ἀγωγή carrying away fem nom/voc pl ἀγωγά , ἀγωγός leading neut nom/voc/acc pl ἀγωγέ , ἀγωγός leading masc/fem voc sg ἔγωγε , ἐγώ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγάς — ἀγωγά̱ς , ἀγωγή carrying away fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • προκάμβιο — το, Ν βοτ. το ένα από τα τρία στρώματα τής μέσης μεριστωματικής ζώνης τού πρωτογενούς μεριστώματος τών σπερματοφύτων, από το οποίο προκύπτουν τα αγωγά στοιχεία, αλλ. πλήρωμα …   Dictionary of Greek

  • σκληρέγχυμα — (Βιολ.). Στερεωτικός ιστός των αναπτυγμένων φυτικών μορίων, που αντιστοιχεί περίπου με το σκελετό των ζώων. Αποτελείται από νεκρά κύτταρα με παχύτατα τριχώματα και περισσότερο αποξυλωμένα ή από κύτταρα ισοδιαμετρικά, αλλά πάντοτε προσεγχυματικής… …   Dictionary of Greek

  • ηθμοσωλήνες — Βασικά στοιχεία του φλοιώματος των ανώτερων φυτών, απ’ όπου γίνεται η κυκλοφορία κυρίως του κατεργασμένου χυμού των φυτών. Οιη. αποτελούνται από πολλά μακριά ζωντανά κύτταρα που έχουν λεπτά τοιχώματα, τα οποία δεν είναι αποξυλωμένα. Τα κύτταρα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»