-
1 αγχιμολος
2близкий, ближнийἐξ ἀγχιμόλοιο Hom. — с близкого расстояния, вблизи;
οἱ ἕθεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. — те, которые жили рядом с ним
См. также в других словарях:
ηδυμόλος — ἡδυμόλος, ον (Α) αυτός που έρχεται με γλυκύτητα, ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολος (< έμολον, αόρ. β του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αγχί μολος, αυτό μολος] … Dictionary of Greek