-
1 αγχισπορος
См. также в других словарях:
αγχίσπορος — ἀγχίσπορος, ον (Α) αυτός που κατά το γένος είναι κοντά σε κάποιον, ο συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + σπείρω] … Dictionary of Greek
ἀγχίσπορος — near of kin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίσπορον — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem acc sg ἀγχίσπορος near of kin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχισπόροις — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχισπόρου — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχισπόρους — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίσπορα — ἀγχίσπορος near of kin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίσποροι — ἀγχίσπορος near of kin masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek