-
1 αγχινως
-
2 αγχίνως
-
3 ἀγχίνως
-
4 ἀγχί-νοος
ἀγχί-νοος, - νους, schnellauffassend, scharfsinnig, Hom. einmal, Odyss. 13, 332 ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων, Scholl. ταχὺς περὶ τὸ νοῆσαι; Plat. verb. mit εὐμαϑής u. μνήμων Legg. V, 747 b, mit ὀξύς Theaet. 144 a; διὰ τὸ ἀγχ. εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο Xen. Cvr. 1, 4, 3; – ἀγχινούστερος Aesop. 57. – Adv. ἀγχίνως, Arist.
См. также в других словарях:
ἀγχίνως — ἀγχίνοος ready of wit adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)