-
1 αγχωμάλων
-
2 ἀγχωμάλων
См. также в других словарях:
ἀγχωμάλων — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγχωμάλων
2 ἀγχωμάλων
ἀγχωμάλων — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)