-
1 ἀγχι-νεφής
ἀγχι-νεφής, ές, wolkennahe, σκόπελος Antu. S. 27 (VI, 219); öfter Nonn.
-
2 ἀγχινεφής
ἀγχι-νεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχινεφής
-
3 ἀγχινεφής
-
4 αγχινεφης
См. также в других словарях:
υψινεφής — ές, Α (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα νέφη, στα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νεφής (< νέφος) πρβλ. ἀγχι νεφής] … Dictionary of Greek