-
1 ἀγχι-γείτων
ἀγχι-γείτων, nahe benachbart, Aesch. Pers. 860.
-
2 ἀγχιγείτων
ἀγχι-γείτων, nahe od. ganz benachbart
См. также в других словарях:
αγχιγείτων — ἀγχιγείτων, ( ονος), ον (Α) γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γείτων] … Dictionary of Greek