Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγχιστείᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀγχιστεία — ἀγχιστείᾱ , ἀγχιστεία close kinship fem nom/voc/acc dual ἀγχιστείᾱ , ἀγχιστεία close kinship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστεῖα — ἀγχιστεία close kinship neut nom/voc/acc pl ἀγχιστεῖα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείᾳ — ἀγχιστείᾱͅ , ἀγχιστεία close kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεία — η συγγένεια που δημιουργήθηκε από γάμο, από συμπεθεριό: Είναι συγγενείς από αγχιστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγχιστείας — ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία close kinship fem acc pl ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία close kinship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείαν — ἀγχιστείᾱν , ἀγχιστεία close kinship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείων — ἀγχιστεία close kinship neut gen pl ἀγχιστεῖα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Родство —    • Άγχιστεία,          ближайшее кровное родство, как основание права наследования; круг такого родства простирался включительно до детей двоюродных братьев лица, оставляющего наследство …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀγχιστείαις — ἀγχιστεία close kinship fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»