Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀγχινεφής

См. также в других словарях:

  • αγχινεφής — ἀγχινεφής, ές (AM) αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νέφος] …   Dictionary of Greek

  • ἀγχινεφής — near the clouds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχινεφῆ — ἀγχινεφής near the clouds neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀγχινεφής near the clouds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀγχινεφής near the clouds masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχινεφεῖ — ἀγχινεφής near the clouds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀγχινεφής near the clouds masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχινεφεῖς — ἀγχινεφής near the clouds masc/fem acc pl ἀγχινεφής near the clouds masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχινεφές — ἀγχινεφής near the clouds masc/fem voc sg ἀγχινεφής near the clouds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»