-
1 ἀγχί-στροφος
ἀγχί-στροφος, dem Umkehren, Verändern nahe, ἀγχ. μεταβολαί, plötzliche Veränderungen, Thuc. 2, 53; ἀγχίστροφα βουλεύομαι, ich ändere schnell meinen Entschluß, Her. 7, 13; ἡ τύχη, veränderlich, wankelmüthig, D. Hal. 6, 19; Sp. – Adv. Longin. 22, 1.
-
2 ἀγχίστροφος
ἀγχί-στροφος, dem Umkehren, Verändern nahe; plötzliche od. schnelle Veränderungen; veränderlich, wankelmütig
См. также в других словарях:
εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν … Dictionary of Greek
παλίνστροφος — παλίνστροφος, ον (ΑΜ, Α και παλίστροφος, ον) στραμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στροφός (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος] … Dictionary of Greek
ηνιόστροφος — ἡνιόστροφος, ον (Α) αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»] … Dictionary of Greek