Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀγχί-στροφος

См. также в других словарях:

  • εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν …   Dictionary of Greek

  • παλίνστροφος — παλίνστροφος, ον (ΑΜ, Α και παλίστροφος, ον) στραμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στροφός (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος] …   Dictionary of Greek

  • ηνιόστροφος — ἡνιόστροφος, ον (Α) αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»