-
1 ἀγχί-πορος
ἀγχί-πορος, nahe wandelnd, begleitend, κόλακες Agath. 65 (X, 64). Allgem.: nahe, Nonn.
-
2 ἀγχί-πλους
ἀγχί-πλους πόρος, nahe, d. i. kurze Seefahrt, Eur. Iph. T. 1325.
-
3 ἀγχίπορος
ἀγχί-πορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχίπορος
-
4 ἀγχίπορος
ἀγχί-πορος, nahe wandelnd, begleitend. Allgem.: nahe -
5 αγχιπορος
-
6 ἀγχίπλοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχίπλοος
См. также в других словарях:
αγχίπορος — ἀγχίπορος, ον (Α) 1. αυτός που περνάει από κοντά 2. αυτός που είναι πάντοτε κοντά, που παρακολουθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πόρος] … Dictionary of Greek