Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγχί-νους

См. также в других словарях:

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόνους — ουν (ΑΜ μεγαλόνους, ουν, Α και μεγαλόνοος, οον) αυτός που έχει εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες, μεγαλοφυής μσν. αρχ. μεγαλόψυχος, γενναίος αρχ. αυτός που χρησιμοποιεί υψηλές εκφράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + νοῦς (πρβλ. αγχί νους)] …   Dictionary of Greek

  • αγχίνους — ουν (Α ἀγχίνους και ασυναίρ. ἀγχίνοος οον) αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, εύστροφο νου, ο έξυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νοῦς. ΠΑΡ. ἀγχίνοια] …   Dictionary of Greek

  • ταυτόνοια — ἡ, Μ ταυτοσημία, ταυτότητα σημασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. ἀγχί νοια] …   Dictionary of Greek

  • ευρύνοος — εὐρύνοος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νοος (< νο ος, νους), πρβλ. αγχί νοος, εύ νοος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»