-
1 ἀγχί-νοια
ἀγχί-νοια, ἡ, nach Plat. Charm. 160 a ὀξὐτης τῆς ψυχῆς; Def. 412 e εὐφυΐα ψυχῆς, καϑ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικὸς ἑκάστῳ τοῠ δέοντος; vgl. Epinom. 976 b. Dah. Arist. Nic. 6, 9 εὐστοχία τις, Scharfsinn, Gewandtheit des Geistes, schnell u. leicht etwas aufzufassen u. zu beurtheilen; Geistesgegenwart, Plut. Sol. 5; καὶ σὐνεσις Luc. Alex. 4.
-
2 ἀγχίνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχίνοια
-
3 ἀγχίνοια
ἀγχί-νοια, Scharfsinn, Gewandtheit des Geistes, schnell u. leicht etwas aufzufassen u. zu beurteilen, Urteilsfäigkeit; Geistesgegenwart, Schlagfertigkeit
См. также в других словарях:
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
ταυτόνοια — ἡ, Μ ταυτοσημία, ταυτότητα σημασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. ἀγχί νοια] … Dictionary of Greek