-
1 αγραφιου
γραφή или ἀγρᾰφίου δίκη ἥ иск за противозаконное изъятие из списка государственных должников Dem. -
2 αγραφίου
-
3 ἀγραφίου
-
4 ἀγραφίου
A who had got their debts cancelled without paying, D.58.51, Arist.Ath.59.3, Lycurg.Fr.6, Poll. 8.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγραφίου
-
5 ἀγραφίου γραφή
-
6 ἀγραφίου δίκη
ἀ-γραφίου δίκη, Klage gegen Staatsschuldner, welche ihre Namen aus der Schuldenliste hatten streichen lassen, ehe sie die Schuld gezahlt hatten -
7 τόμος
τόμος, ὁ,A slice,τ. ἐκ πτέρνης Batr.37
; γαστρός, πλακοῦντος, Ar. Eq. 1179, 1190;τῆς χορδῆς Cratin.192
; ἀλλάντων, πυοῦ, Pherecr.108.8, 19;γογγυλίδος Alex.88
; τυροῦ, ἡνύστρου, Eub.150.2, Mnesim.4.14 (anap.): generally, piece, (Samos, iv B.C.); of wood, beam, IG11(2).161 D123, 165.49 (Delos, iii B.C.).3 Geom., τ. κυλίνδρου frustum of a cylinder, portion of right cylinder intercepted betw. two parallel oblique sections, Archim. Con.Sph.Def.; τ. ἀπὸ ὀρθογωνίου κώνου τομᾶς ἀφαιρούμενος frustum of the section of a right-angled cone, i e. portion of a parabola cut off by two parallel double-ordinates, Id.Aequil.2.10.II roll of papyrus, PCair.Zen.357.15 (iii B.C.), LXXIs.8.1, PSI10.1146.1 (ii A.D.), Sammelb.7362.1 (ii A.D.), etc.;τ. συγκολλήσιμος PGrenf.2.41.18
(i A.D.);τιμῆς ἀπὸ τόμου ἀγραφίου PMich.Teb. 123vvii 25
(i A.D.); tome, volume, PMich. in Class.Phil.22.10 (ii A.D.), D.L.6.15: metaph.,ἐν καθαρῷ διανοίας τ. Porph.Marc.32
.
См. также в других словарях:
ἀγραφίου — ἀγράφιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγραφίου γραφή — Δημόσια καταγγελία στην αρχαία Αθήνα, που γινόταν από οποιονδήποτε πολίτη εναντίον εκείνων των οφειλετών του δημοσίου που έσβηναν το όνομά τους από τον πίνακα των οφειλετών πριν εξοφληθεί η οφειλή τους. Ο πίνακας αυτός βρισκόταν στον ναό της… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
τόμος — ο, ΝΜΑ βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος τής Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.) νεοελλ. 1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που… … Dictionary of Greek