-
1 ἀγρώστωρ
-
2 ἀγρώστωρ
ἀγρώστωρ, (Jäger), Fischer -
3 αγρώστορος
-
4 ἀγρώστορος
См. также в других словарях:
ἀγρώστορος — ἀγρώστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ἀγρώστωρ
2 ἀγρώστωρ
3 αγρώστορος
4 ἀγρώστορος
ἀγρώστορος — ἀγρώστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)