1 ἀγρώτηρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρώτηρ
αγρωτήρ — ἀγρωτήρ, ο (θηλ. ἀγρώτειρα) (Μ) [ἀγρός] ο αγρότης* … Dictionary of Greek