-
1 αγροθεν
-
2 κατειμι
[εἶμι] (inf. κατιέναι, эп. 3 л. sing. aor. med. καταείσατο)1) сходить, спускаться(Ἴδηθεν, ποταμόνδε, δόμον Ἄϊδος εἴσω и Ἄϊδόσδε Hom.; εἰς Ἅιδου δόμους Eur.)
2) приплывать, прибывать, причаливать(ἐς λιμένα ἡμέτερον Hom.)
3) падать, обрушиватьсяὡς δ΄ ὁπότε ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ΄ ὄρεσφιν Hom. — словно река, стремительно свергающаяся с гор;
ἀνέμου κατιόντος μεγάλου Thuc. — так как подул сильный ветер;ὀνείδεα κατιόντα τινί Her. — сыплющиеся на кого-л. оскорбления4) приходить назад, возвращаться(ἀγρόθεν, εἰς ἄστυ Hom.; ἐκ τῶν Μήδων Her.)
οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. — изгнанники вернулись
См. также в других словарях:
αγρόθεν — ἀγρόθεν επίρρ. (Α) [ἀγρός] από τους αγρούς, από την εξοχή … Dictionary of Greek
ἀγρόθεν — from the country indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek