-
1 αγρυπνία
ἀγρυπνίᾱ, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem nom /voc /acc dualἀγρυπνίᾱ, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγρυπνίαι, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem nom /voc plἀγρυπνίᾱͅ, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγρυπνια
ион. ἀγρυπνίη ἥ тж. pl. бодрствование, бессонница Isocr., Xen.ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι Her. и ἐν ἀγρυπνίᾳ εἶναι Plat. — страдать бессонницей
-
3 αγρυπνία
αγρύπνια η1) бодрствование ночью; бессонница; 2) церк, всенощная -
4 αγρυπνία
αγρυπνία ηагрипния – всенощная церковная служба, состоящая из вечерни, утрени, часов, а также Божественной Литургии. Обычно совершается накануне двунадесятых больших праздников или в особенных случаях. В афонских монастырях агрипния служится по меньшей мере один раз в неделю (пятьдесят раз в год) и совершается ночью, см. παννυχίδαЭтим.< дргр. άγρυπνος «бодрствующий». Первоначально слово означало временной промежуток ночной стражи* -
5 ἀγρυπνία
ἀγρυπνία, ας, ἡ (s. ἀγρυπνέω; Hdt. et al.; BGU 1764, 9 [I B.C.]; Sir 31:2; 38:26 al.; 2 Macc 2:26; TestSol 18:32; Jos., Bell. 3, 318)① the state of remaining awake because one is unable to go to sleep, sleeplessness lit., only pl. (SIG 1169, 50) ἐν ἀγρυπνίαις with sleepless nights (and other hardships, as X., Mem. 4, 5, 9; Plut., Mor. 135e, Sertor. 574 [13, 2] πόνοι, ὁδοιπορίαι, ἀγρυπνίαι, Sulla 470 [28, 14] ἀγρυπνίαι κ. κόποι) 2 Cor 6:5; 11:27. (On the rhetorical figure “peristasis” s. AFridrichsen, SymbOsl 7, 1928, 25–29; 8, 1929, 78–82; K. Hum. Vetensk.-Samfundet i. Upps. Årsbok ’43, 31–34; Danker, Benefactor 363–64, Augsburg Comm.: 2 Cor ’89, 89–91.)② the state of being alertly concerned, care fig. ext. of 1 (SEG VIII, 548, 30 [I B.C.]; Sir 42:9 to the extent of causing loss of sleep) B 21:7 (w. ἐπιθυμία; but there is no suggestion of sleeplessness in the context).—M-M. TW. Sv. -
6 ἀγρυπνία
Βλ. λ. αγρυπνία -
7 ἀγρυπνίᾳ
Βλ. λ. αγρυπνία -
8 ἀγρυπνία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγρυπνία
-
9 αγρυπνία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγρυπνία
-
10 ἀγρυπνία
бессонница, бдение, бодрствование.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγρυπνία
-
11 αγρύπνια
ηSchlaflosigkeit f -
12 αγρυπνία
[агрипниа] ουσ. θ. бодрствование, всенощная,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγρυπνία
-
13 ἀγρυπνία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-10=10 2 Mc 2,26; Sir prol.,31; 31,1.2.20sleeplessness, wakefulness Sir 31,1; watchfulness Sir prol.,31; wakeful care (metaph.) Sir 42,9→NIDNTT; TWNT -
14 αγρυπνία
[агрипниа] ουσ θ бодрствование, всенощная. -
15 ἀγρυπνία
A sleeplessness, wakefulness, Hp.Aph.2.3, al., Pl.Cri. 43b, etc.; in pl., Hp.Acut.42;ἀγρυπνίησιν εἴχετο Hdt.3.129
, cf. IG4.952.50 (Epid.), Ar.Lys.27, Pl.R. 460d.III of poetry, product of sleepless nights, Call.Epigr.29.4. [ι- in Opp.C. 3.511.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνία
-
16 ἀγρυπνία
ἀγρ-υπνία, Schlaflosigkeit. Das Wachbleiben, Wachen -
17 αγρυπνία
tüm gece süren ayin -
18 ἐπ-αγρυπνία
ἐπ-αγρυπνία, ἡ, Schlaflosigkeit, Iambl. v. Pyth. 3, 13.
-
19 αγρυπνίας
ἀγρυπνίᾱς, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem acc plἀγρυπνίᾱς, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 ἀγρυπνίας
ἀγρυπνίᾱς, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem acc plἀγρυπνίᾱς, ἀγρυπνίαsleeplessness: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀγρυπνία — ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc/acc dual ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίᾳ — ἀγρυπνίαι , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… … Dictionary of Greek
αγρύπνια — η εκούσια ή ακούσια στέρηση του ύπνου: Το νυχτέρι είναι εκούσια αγρύπνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρυπνία — η ολονύχτια εκκλησιαστική ακολουθία: Στα μοναστήρια οι αγρυπνίες είναι κατανυκτικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρυπνία ή αγρυπνιά ή αγρύπνια — Το να μένει κανείς άγρυπνος τη νύχτα είτε χωρίς τη θέλησή του (εξαιτίας αρρώστιας, νευρικής ταραχής κλπ.), είτε με τη θέλησή του· η δέηση μέσα στον ναό για τη θεραπεία ασθενούς. (Θρησκ.)Η α. απαντάται σε μεγάλη έκταση στην εθιμική ζωή πολλών λαών … Dictionary of Greek
ἀγρυπνίας — ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc pl ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαι — ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαν — ἀγρυπνίᾱν , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνιῶν — ἀγρυπνία sleeplessness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαις — ἀγρυπνία sleeplessness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)