-
1 αγροιώτης
-
2 ἀγροιώτης
-
3 ἀγροιώτης
A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl.,ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549
;βουκόλοι ἀ. Od.11.293
;λαοὶ ἀ Il.11.676
;νήπιοι ἀ. Od. 21.85
;ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39
; sg., Ar.Th.58:—fem. [full] ἀγροιῶτις, ἡ, (perh. as Adj., cf. 11) Sapph.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροιώτης
-
4 ἀγροιώτης
ἀγροιώτης: rustic, peasant; as adj., Il. 15.272.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγροιώτης
-
5 αγροιώτας
ἀγροιώτᾱς, ἀγροιώτηςrustic: masc acc plἀγροιώτᾱς, ἀγροιώτηςrustic: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 ἀγροιώτας
ἀγροιώτᾱς, ἀγροιώτηςrustic: masc acc plἀγροιώτᾱς, ἀγροιώτηςrustic: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 αγροιωτών
-
8 ἀγροιωτῶν
-
9 αγροιώται
-
10 ἀγροιῶται
-
11 αγροιώτα
-
12 ἀγροιώτᾳ
-
13 αγροιώταις
-
14 ἀγροιώταις
-
15 αγροιώταν
-
16 ἀγροιώταν
-
17 αγροιώτη
-
18 ἀγροιώτῃ
-
19 αγροιώτην
-
20 ἀγροιώτην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγροιώτης — ἀγροιώτης, ο (θηλ. ώτις) (Α) [ἀγρός] 1. (συνήθως ως ουσ. και στον Όμηρο πάντοτε σε πληθ.) οἱ ἀγροιῶται αγρότες 2. ως επίθ. α) αυτός που προέρχεται από τον αγρό, αγροτικός β) άγριος … Dictionary of Greek
ἀγροιώτης — rustic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιωτῶν — ἀγροιώτης rustic masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιῶται — ἀγροιώτης rustic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώταις — ἀγροιώτης rustic masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτην — ἀγροιώτης rustic masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτου — ἀγροιώτης rustic masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτῃ — ἀγροιώτης rustic masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροιώτας — ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc acc pl ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπιδιώτης — ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α) ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται… … Dictionary of Greek
ἀγροιώταν — ἀγροιώτᾱν , ἀγροιώτης rustic masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)