-
1 ἀγριώτης
ἀγριώτης, = ἀγροιώτης, Sappho frg. 21.
См. также в других словарях:
αγριώτης — (agriotes).Μικρό σκαθάρι, του οποίου η προνύμφη προκαλεί καταστροφές κυρίως στα δημητριακά. Η προνύμφη αυτή είναι γνωστή με το όνομα σιδεροσκούληκο ή σύρμα. Το σκαθάρι αγριώτης ζει και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek